- σεμνοπεριπάτητος
- -ον, Μαυτός που περπατά σεμνά ή υπερήφανα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + περιπατῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεμνόπους — ουν, Μ αυτός που βαδίζει με μεγαλοπρέπεια, ο σεμνοπεριπάτητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + πούς] … Dictionary of Greek